-
1 пересадка
пересадка ж 1) η αλλαγή (μεταφορικού μέσου)· сделать \пересадка у αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.) 2) мед. η μεταμόσχευση* * *ж1) η αλλαγή (μεταφορικού μέσου)сде́лать переса́дку — αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.)
2) мед. η μεταμόσχευση -
2 пересесть
пересесть 1) αλλάζω θέση 2) (на транспорте) αλλάζω ( τρένο, πλοίο κτλ.)* * *1) αλλάζω θέση2) ( на транспорте) αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.)
См. также в других словарях:
περίζωμα — το, ατος 1. φαρδιά ζώνη από πανί που περιτυλίγεται στη μέση, αλλιώς ζωνάρι, το. 2. στεφάνη ή ζώνη από διάφορα υλικά που περιζώνει οικοδόμημα, σκεύος, πλοίο κτλ., γείσο, διάζωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τορπίλα — τορπίλα, η και τορπίλη, η (λ. γαλλ.) 1. υποβρύχιο εκρηχτικό μηχάνημα που εκτοξεύεται και ανατινάζει ό,τι χτυπήσει (πλοίο κτλ.). 2. υποβρύχια νάρκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροφόρα — η όχημα, πλοίο κτλ. για μεταφορά νερού, η νεροκουβαλήτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανελκύω — ανέλκυσα, ανελκύστηκα, ανελκυσμένος 1. τραβώ πλοίο από τη θάλασσα στη στεριά για επισκευή, χρωματισμό κτλ.: Ανέλκυσαν το πλοίο στα ναυπηγεία για επισκευή. 2. ανασύρω, ανυψώνω: Τελικά το ναυάγιο ανελκύστηκε από το βυθό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αύτανδρος — η, ο (για πλοίο, βάρκα κτλ.), αυτός που χάνεται μαζί με όλους όσους βρίσκονται μέσα του: Το πλοίο χάθηκε αύτανδρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυάγιο — το 1. συντριβή, καταβύθιση πλοίου: Το ναυάγιο σημειώθηκε στο Κρητικό πέλαγος. 2. απομεινάρι πλοίου ή πλοίο βυθισμένο στη θάλασσα: Οκόλπος είναι γεμάτος ναυάγια. 3. μτφ., συμφορά, καταστροφή, τέλεια αποτυχία: Σε ναυάγιο οδηγούνται οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπνωτήριο — το κοιτώνας για πολλά άτομα σε πλοίο, στρατώνα, οικοτροφείο κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)