Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πλοίο κτλ

См. также в других словарях:

  • περίζωμα — το, ατος 1. φαρδιά ζώνη από πανί που περιτυλίγεται στη μέση, αλλιώς ζωνάρι, το. 2. στεφάνη ή ζώνη από διάφορα υλικά που περιζώνει οικοδόμημα, σκεύος, πλοίο κτλ., γείσο, διάζωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορπίλα — τορπίλα, η και τορπίλη, η (λ. γαλλ.) 1. υποβρύχιο εκρηχτικό μηχάνημα που εκτοξεύεται και ανατινάζει ό,τι χτυπήσει (πλοίο κτλ.). 2. υποβρύχια νάρκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροφόρα — η όχημα, πλοίο κτλ. για μεταφορά νερού, η νεροκουβαλήτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανελκύω — ανέλκυσα, ανελκύστηκα, ανελκυσμένος 1. τραβώ πλοίο από τη θάλασσα στη στεριά για επισκευή, χρωματισμό κτλ.: Ανέλκυσαν το πλοίο στα ναυπηγεία για επισκευή. 2. ανασύρω, ανυψώνω: Τελικά το ναυάγιο ανελκύστηκε από το βυθό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αύτανδρος — η, ο (για πλοίο, βάρκα κτλ.), αυτός που χάνεται μαζί με όλους όσους βρίσκονται μέσα του: Το πλοίο χάθηκε αύτανδρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυάγιο — το 1. συντριβή, καταβύθιση πλοίου: Το ναυάγιο σημειώθηκε στο Κρητικό πέλαγος. 2. απομεινάρι πλοίου ή πλοίο βυθισμένο στη θάλασσα: Οκόλπος είναι γεμάτος ναυάγια. 3. μτφ., συμφορά, καταστροφή, τέλεια αποτυχία: Σε ναυάγιο οδηγούνται οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπνωτήριο — το κοιτώνας για πολλά άτομα σε πλοίο, στρατώνα, οικοτροφείο κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»